Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

οπωροφόρων

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

οπωροφόρων αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο