Δείτε επίσης: ὀπωροφόρος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οπωροφόρος η οπωροφόρα το οπωροφόρο
      γενική του οπωροφόρου της οπωροφόρας του οπωροφόρου
    αιτιατική τον οπωροφόρο την οπωροφόρα το οπωροφόρο
     κλητική οπωροφόρε οπωροφόρα οπωροφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οπωροφόροι οι οπωροφόρες τα οπωροφόρα
      γενική των οπωροφόρων των οπωροφόρων των οπωροφόρων
    αιτιατική τους οπωροφόρους τις οπωροφόρες τα οπωροφόρα
     κλητική οπωροφόροι οπωροφόρες οπωροφόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οπωροφόρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀπωροφόρος < αρχαία ελληνική ὀπώρ(α) + -ο- + -φόρος φέρω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /o.po.ɾoˈfo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐πω‐ρο‐φό‐ρος

  Επίθετο

επεξεργασία

οπωροφόρος, -α, -ο

  1. (για δέντρα) που παράγει φρούτα
    ⮡  Μερικά οπωροφόρα δέντρα είναι αειθαλή, όπως η λεμονιά.
    → δείτε και τη λέξη καρποφόρος
  2. (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε τη λέξη οπωροφόρο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία