-φόρος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
-φόρος < αρχαία ελληνική -φόρος
ΕπίθημαΕπεξεργασία
-φόρος, -ος/-α, -ο
- (σε ουσιαστικό και επίθετα) δεύτερο συνθετικό λέξεων που σημαίνουν αυτόν ή αυτό που φέρει αυτό που δηλώνει το πρώτο συνθετικό
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
-φόρος < φέρω, θέμα φορ- + -ος
ΕπίθημαΕπεξεργασία
-φόρος
- παραγωγικό επίθημα που δηλώνει αυτόν που φέρει, που κρατάει ή έχει μαζί του, αυτό που δηλώνει το πρώτο συνθετικό
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -φόρος στο Βικιλεξικό
- Λέξεις -φόρος @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts