-φόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | -φόρος | η | -φόρα & -φόρος |
το | -φόρο |
γενική | του | -φόρου | της | -φόρας & -φόρου |
του | -φόρου |
αιτιατική | τον | -φόρο | τη(ν) | -φόρα & -φόρο |
το | -φόρο |
κλητική | -φόρε | -φόρα & -φόρε |
-φόρο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | -φόροι | οι | -φόρες & -φόροι |
τα | -φόρα |
γενική | των | -φόρων | των | -φόρων | των | -φόρων |
αιτιατική | τους | -φόρους | τις | -φόρες & -φόρους |
τα | -φόρα |
κλητική | -φόροι | -φόρες & -φόροι |
-φόρα | |||
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «κερδοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία-φόρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -φόρος και (λόγιο δάνειο) διεθνής ορολογία -phorus < αρχαία ελληνική -φόρος[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈfo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -φό‐ρος
Επίθημα
επεξεργασία-φόρος, -ος/-α, -ο
- (σε ουσιαστικό και επίθετα) δεύτερο συνθετικό λέξεων που σημαίνουν αυτόν ή αυτό που φέρει αυτό που δηλώνει το πρώτο συνθετικό
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ "-φόρος" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- -φόρος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία-φόρος < φέρω, θέμα φορ- + -ος
Επίθημα
επεξεργασία-φόρος
- παραγωγικό επίθημα που δηλώνει αυτόν που φέρει, που κρατάει ή έχει μαζί του, αυτό που δηλώνει το πρώτο συνθετικό
Σύνθετα
επεξεργασία- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -φόρος στο Βικιλεξικό
- Λέξεις -φόρος @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts