Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -φορία οι -φορίες
      γενική της -φορίας των -φοριών
    αιτιατική τη(ν) -φορία τις -φορίες
     κλητική -φορία -φορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

-φορία < φέρω

  ΕπίθημαΕπεξεργασία

-φορία

  • δεύτερο συνθετικό ουσιαστικών θηλυκού γένους που σημαίνουν ενέργεια κατά την οποία ή μεταφέρεται αυτό που δηλώνει το πρώτο συνθετικό ή απλά κάποιος/κάτι το φέρει (π.χ. καρποφορία)

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία