-φορία
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | -φορία | οι | -φορίες |
γενική | της | -φορίας | των | -φοριών |
αιτιατική | τη(ν) | -φορία | τις | -φορίες |
κλητική | -φορία | -φορίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- -φορία < φέρω
ΕπίθημαΕπεξεργασία
-φορία
- δεύτερο συνθετικό ουσιαστικών θηλυκού γένους που σημαίνουν ενέργεια κατά την οποία ή μεταφέρεται αυτό που δηλώνει το πρώτο συνθετικό ή απλά κάποιος/κάτι το φέρει (π.χ. καρποφορία)
- ανθοφορία
- αφορία
- δυσφορία
- ευφορία
- καρποφορία
- κυκλοφορία
- κυοφορία
- λαμπαδηφορία
- οπλοφορία
- παρασημοφορία
- πικετοφορία
- προσωπιδοφορία
- σπαθοφορία
- σταυροφορία
- υδροφορία
- ψηφοφορία
- πληροφορία (φέρω πληρότητα, διαβεβαιώσεις στην αρχαία ελληνική)