→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀγγελιαφόρος τὸ ἀγγελιαφόρον
      γενική τοῦ/τῆς ἀγγελιαφόρου τοῦ ἀγγελιαφόρου
      δοτική τῷ/τῇ ἀγγελιαφόρ τῷ ἀγγελιαφόρ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀγγελιαφόρον τὸ ἀγγελιαφόρον
     κλητική ! ἀγγελιαφόρε ἀγγελιαφόρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀγγελιαφόροι τὰ ἀγγελιαφόρ
      γενική τῶν ἀγγελιαφόρων τῶν ἀγγελιαφόρων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀγγελιαφόροις τοῖς ἀγγελιαφόροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀγγελιαφόρους τὰ ἀγγελιαφόρ
     κλητική ! ἀγγελιαφόροι ἀγγελιαφόρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀγγελιαφόρω τὼ ἀγγελιαφόρω
      γεν-δοτ τοῖν ἀγγελιαφόροιν τοῖν ἀγγελιαφόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀγγελιαφόρος < ἀγγελί(α) + -ο- + -φόρος

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀγγελιαφόρος, -ος, -ον

  • (επάγγελμα) αυτός που μεταφέρει, κομίζει αγγελίες, μηνύματα

Συνώνυμα

επεξεργασία