Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἀγγελιαφόρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αρχαία ελληνικά
(grc)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
→
γένη
αρσενικό
&
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
/
ἡ
ἀγγελιαφόρ
ος
τὸ
ἀγγελιαφόρ
ον
γενική
τοῦ
/
τῆς
ἀγγελιαφόρ
ου
τοῦ
ἀγγελιαφόρ
ου
δοτική
τῷ
/
τῇ
ἀγγελιαφόρ
ῳ
τῷ
ἀγγελιαφόρ
ῳ
αιτιατική
τὸν
/
τὴν
ἀγγελιαφόρ
ον
τὸ
ἀγγελιαφόρ
ον
κλητική
ὦ
!
ἀγγελιαφόρ
ε
ἀγγελιαφόρ
ον
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
/
αἱ
ἀγγελιαφόρ
οι
τὰ
ἀγγελιαφόρ
ᾰ
γενική
τῶν
ἀγγελιαφόρ
ων
τῶν
ἀγγελιαφόρ
ων
δοτική
τοῖς
/
ταῖς
ἀγγελιαφόρ
οις
τοῖς
ἀγγελιαφόρ
οις
αιτιατική
τοὺς
/
τὰς
ἀγγελιαφόρ
ους
τὰ
ἀγγελιαφόρ
ᾰ
κλητική
ὦ
!
ἀγγελιαφόρ
οι
ἀγγελιαφόρ
ᾰ
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
ἀγγελιαφόρ
ω
τὼ
ἀγγελιαφόρ
ω
γεν-δοτ
τοῖν
ἀγγελιαφόρ
οιν
τοῖν
ἀγγελιαφόρ
οιν
2η κλίση
,
Κατηγορία 'δύσκολος'
όπως «
τοξοβόλος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ἀγγελιαφόρος
<
ἀγγελί(α)
+
-ο-
+
-φόρος
Επίθετο
επεξεργασία
ἀγγελιαφόρος, -ος, -ον
(
επάγγελμα
) αυτός που μεταφέρει, κομίζει αγγελίες, μηνύματα
Συνώνυμα
επεξεργασία
ἀγγελιώτης