ἀγγελιώτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἀγγελιώτης | οἱ | ἀγγελιῶται |
γενική | τοῦ | ἀγγελιώτου | τῶν | ἀγγελιωτῶν |
δοτική | τῷ | ἀγγελιώτῃ | τοῖς | ἀγγελιώταις |
αιτιατική | τὸν | ἀγγελιώτην | τοὺς | ἀγγελιώτᾱς |
κλητική ὦ! | ἀγγελιῶτᾰ | ἀγγελιῶται | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀγγελιώτᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀγγελιώταιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀγγελιώτης < ἀγγελί(α) + -ώτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀγγελιώτης αρσενικό (θηλυκό ἀγγελιῶτις)
- (ελληνιστική κοινή) (επάγγελμα) αυτός που μεταβιβάζει αγγελίες, μηνύματα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ἀγγέλλω
Πηγές
επεξεργασία- ἀγγελιώτης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀγγελιώτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.