Δείτε επίσης: άγγελος, Ἄγγελος, Άγγελος

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἄγγελος οἱ ἄγγελοι
      γενική τοῦ ἀγγέλου τῶν ἀγγέλων
      δοτική τῷ ἀγγέλ τοῖς ἀγγέλοις
    αιτιατική τὸν ἄγγελον τοὺς ἀγγέλους
     κλητική ! ἄγγελε ἄγγελοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀγγέλω
γεν-δοτ τοῖν  ἀγγέλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ἄγγελος < ἀγγέλλω ή αντιστρόφως το ἀγγέλλω από το ἄγγελος και το ἄγγελος πιθανόν από τη λέξη ἄγγαρος (περσική λέξη: έφιππος, βασιλικός ταχυδρόμος)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἄγγελος αρσενικό

  1. (επάγγελμα) ο αναγγέλλων κάτι, ο αγγελιαφόρος
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 16 (π. Ἀναγνωρισμὸς Ὀδυσσέως ὑπὸ Τηλεμάχου.), στίχ. 468 (στίχοι 468-469)
    ὡμήρησε δέ μοι παρ᾽ ἑταίρων ἄγγελος ὠκύς, | κῆρυξ, ὃς δὴ πρῶτος ἔπος σῇ μητρὶ ἔειπεν.
    Σ᾽ αυτό με πρόλαβε, πιο γρήγορος, άλλος μαντατοφόρος, | δικός σου σύντροφος, ο κήρυκας, που πρώτος είπε στη μητέρα σου το νέο.
    Μετάφραση (2006): Δημήτρης Μαρωνίτης @greeklanguage.gr
  2. (ελληνιστική σημασία) ο άγγελος

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία