ἱεράγγελος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἱεράγγελος | τὸ ἱεράγγελον | οἱ, αἱ ἱεράγγελοι | τὰ ἱεράγγελα |
Γενική | τοῦ, τῆς ἱεραγγέλου | τοῦ ἱεραγγέλου | τῶν ἱεραγγέλων | τῶν ἱεραγγέλων |
Δοτική | τῷ, τῇ ἱεραγγέλῳ | τῷ ἱεραγγέλῳ | τοῖς, ταῖς ἱεραγγέλοις | τοῖς ἱεραγγέλοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἱεράγγελον | τὸ ἱεράγγελον | τοὺς, τὰς ἱεραγγέλους | τὰ ἱεράγγελα |
Κλητική | ἱεράγγελε | ἱεράγγελον | ἱεράγγελοι | ἱεράγγελα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἱεραγγέλω | |||
Γενική-Δοτική | ἱεραγγέλοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἱεράγγελος
- αυτός που ανάγγελλε την έναρξη θρησκευτικής εορτής
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἱεράγγελος - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ἱεράγγελος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.