ὑπάγγελος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ὑπάγγελος | τὸ ὑπάγγελον | οἱ, αἱ ὑπάγγελοι | τὰ ὑπάγγελα |
Γενική | τοῦ, τῆς ὑπαγγέλου | τοῦ ὑπαγγέλου | τῶν ὑπαγγέλων | τῶν ὑπαγγέλων |
Δοτική | τῷ, τῇ ὑπαγγέλῳ | τῷ ὑπαγγέλῳ | τοῖς, ταῖς ὑπαγγέλοις | τοῖς ὑπαγγέλοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ὑπάγγελον | τὸ ὑπάγγελον | τοὺς, τὰς ὑπαγγέλους | τὰ ὑπάγγελα |
Κλητική | ὑπάγγελε | ὑπάγγελον | ὑπάγγελοι | ὑπάγγελα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ὑπαγγέλω | |||
Γενική-Δοτική | ὑπαγγέλοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασία- ὑπάγγελος,ος (χωρίς ουδέτερο)
- που έχει ειδοποιηθεί από αγγελιοφόρο
- που τον έχουν προσκαλέσει, δεν πήγε κάπου απρόσκλητος
Πηγές
επεξεργασία- ὑπάγγελος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὑπάγγελος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.