Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο έφιππος η έφιππη το έφιππο
      γενική του έφιππου της έφιππης του έφιππου
    αιτιατική τον έφιππο την έφιππη το έφιππο
     κλητική έφιππε έφιππη έφιππο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι έφιπποι οι έφιππες τα έφιππα
      γενική των έφιππων των έφιππων των έφιππων
    αιτιατική τους έφιππους τις έφιππες τα έφιππα
     κλητική έφιπποι έφιππες έφιππα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία elΕπεξεργασία

έφιππος < αρχαία ελληνική ἔφιππος < ἐπί + ἵππος

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

έφιππος, -η, -ο

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

έφιππος αρσενικό ή θηλυκό

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία