ἵππος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἵππος | οἱ/αἱ | ἵπποι |
γενική | τοῦ/τῆς | ἵππου | τῶν | ἵππων |
δοτική | τῷ/τῇ | ἵππῳ | τοῖς/ταῖς | ἵπποις |
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἵππον | τοὺς/τὰς | ἵππους |
κλητική ὦ! | ἵππε | ἵπποι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἵππω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἵπποιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «ἵππος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἵππος < (κληρονομημένο) πρωτοελληνική *íkkʷos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁éḱwos < *h₁oh₁ḱu (ταχύς, ὠκύς)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἵππος αρσενικό ή θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) ο ίππος, το άλογο
- (θηλυκό) η φοράδα
- όργανο βασανιστηρίων
- (ιχθυολογία) είδος ψαριού
- (θηλυκό) το ιππικό
- ≈ συνώνυμα: ἱπποσύνη
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 5 (Τερψιχόρη), 63.4
- κείραντες τῶν Φαληρέων τὸ πεδίον καὶ ἱππάσιμον ποιήσαντες τοῦτον τὸν χῶρον ἐπῆκαν τῷ στρατοπέδῳ τὴν ἵππον·
- έκοψαν σύρριζα όλα τα δέντρα της πεδιάδας του Φαλήρου και την έκαναν βατή στο ιππικό, κι ύστερα έριξαν το ιππικό πάνω στο στρατόπεδο·
- Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- κείραντες τῶν Φαληρέων τὸ πεδίον καὶ ἱππάσιμον ποιήσαντες τοῦτον τὸν χῶρον ἐπῆκαν τῷ στρατοπέδῳ τὴν ἵππον·
Συγγενικά
επεξεργασία- ἱππο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ἱππο- στο Βικιλεξικό
- πάνω από 450 Λέξεις με -ιππ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Πηγές
επεξεργασία- ἵππος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἵππος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.