Δείτε επίσης: ιπποσύνη
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἱπποσύνη αἱ ἱπποσύναι
      γενική τῆς ἱπποσύνης τῶν ἱπποσυνῶν
      δοτική τῇ ἱπποσύν ταῖς ἱπποσύναις
    αιτιατική τὴν ἱπποσύνην τὰς ἱπποσύνᾱς
     κλητική ! ἱπποσύνη ἱπποσύναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἱπποσύν
γεν-δοτ τοῖν  ἱπποσύναιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἱπποσύνη < (ἵππος) ἱππο- + -σύνη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἱπποσύνη (ῠ) θηλυκό

  1. ιππική τέχνη (ιδίως η γνώση οδήγησης στρατιωτικών αλόγων)
  2. (κατ’ επέκταση) το ιππικό

Συγγενικά

επεξεργασία