ιππικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ιππικός | η | ιππική | το | ιππικό |
γενική | του | ιππικού | της | ιππικής | του | ιππικού |
αιτιατική | τον | ιππικό | την | ιππική | το | ιππικό |
κλητική | ιππικέ | ιππική | ιππικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ιππικοί | οι | ιππικές | τα | ιππικά |
γενική | των | ιππικών | των | ιππικών | των | ιππικών |
αιτιατική | τους | ιππικούς | τις | ιππικές | τα | ιππικά |
κλητική | ιππικοί | ιππικές | ιππικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ιππικός < αρχαία ελληνική ἱππικός
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαιππικός
- που έχει σχέση ή αναφέρεται σε ίππους ή ιππείς
- που περιλαμβάνει ιππείς
- (ουσιαστικοποιημένο): ιππικό: στρατιωτική ομάδα έφιππων πολεμιστών