Δείτε επίσης: ἵππος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ίππος οι ίπποι
      γενική του ίππου των ίππων
    αιτιατική τον ίππο τους ίππους
     κλητική ίππε ίπποι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
όχημα μεταφοράς ίππων
 
ίππος (όργανο γυμναστικής)

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ίππος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἵππος < πρωτοελληνική *íkkʷos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁éḱwos < *h₁oh₁ḱu (ταχύς, ὠκύς)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈi.pos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ίπ‐πος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ίππος αρσενικό

  1. (λόγιο, θηλαστικό ζώο) το άλογο
  2. (αθλητισμός)
    1. το όργανο γυμναστικής με λαβές, για την εκτέλεση περιστροφών και άλλων γυμνασμάτων
    2. το όργανο γυμναστικής χωρίς λαβές, για την εκτέλεση άλματος
  3. (φυσική) η μονάδα μέτρησης ισχύος, ίση με 735,499 watt
    ⮡  μηχανή δέκα ίππων

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία