ιπποδρομία
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ιπποδρομία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἱπποδρομία. Συγχρονικά αναλύεται σε ίππ(ος) + -ο- + -δρομία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.po.ðɾoˈmi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ιπ‐πο‐δρο‐μί‐α
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ιπποδρομία θηλυκό
Επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις ίππος και δρόμος