course
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
course | courses |
course (en)
- η φοίτηση, το μάθημα, εκπαιδευτικό πρόγραμμα· μια σειρά μαθημάτων ή διαλέξεων για ένα συγκεκριμένο θέμα
- ↪ It’s a four-year course./The course is four years long.
- Η φοίτηση είναι τετραετής.
- ↪ I’m taking evening courses.
- Κάνω βραδινά μαθήματα.
- ↪ It’s a four-year course./The course is four years long.
- το πιάτο
- ↪ a first/second/third course - πρώτο/δεύτερο/τρίτο πιάτο
- ↪ We created a new dish for vegetarians.
- Δημιουργήσαμε καινούριο πιάτο για χορτοφάγους.
- η πορεία, η ροή, ο ρους, η τροχιά
- ↪ We were constantly changing course to avoid enemy ambushes.
- Αλλάζαμε διαρκώς πορεία, για να αποφύγουμε τις ενέδρες του εχθρού.
- ↪ We were constantly changing course to avoid enemy ambushes.
- η τρεχάλα
Εκφράσεις
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | course |
γ΄ ενικό ενεστώτα | courses |
αόριστος | coursed |
παθητική μετοχή | coursed |
ενεργητική μετοχή | coursing |
course (en)
- (αμετάβατο, λογοτεχνικό) τρέχω, για υγρό που κινείται ή ρέει γρήγορα
- ↪ Blood coursed through his veins.
- Το αίμα έτρεχε στις φλέβες του.
- ↪ Tears were coursing down her cheeks.
- Δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλά της.
- ↪ Blood coursed through his veins.
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
course | courses |
course (fr) θηλυκό