Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
course courses

course (en)

  1. η πορεία, η ροή, ο ρους, η τροχιά
    We were constantly changing course to avoid enemy ambushes.
    Αλλάζαμε διαρκώς πορεία, για να αποφύγουμε τις ενέδρες του εχθρού.
  2. η τρεχάλα
  3. η φοίτηση, το μάθημα, εκπαιδευτικό πρόγραμμα
    It’s a four-year course./The course is four years long.
    Η φοίτηση είναι τετραετής.
  4. το πιάτο

Εκφράσεις επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας course
γ΄ ενικό ενεστώτα courses
αόριστος coursed
παθητική μετοχή coursed
ενεργητική μετοχή coursing

course (en)

  • (αμετάβατο, λογοτεχνικό) τρέχω, για υγρό που κινείται ή ρέει γρήγορα
    Blood coursed through his veins.
    Το αίμα έτρεχε στις φλέβες του.
    Tears were coursing down her cheeks.
    Δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλά της.

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
course courses

course (fr) θηλυκό

  1. ο αγώνας
  2. η κούρσα
  3. η τρεχάλα
  4. το τρέξιμο
  5. η πορεία