↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τρεχάλα οι τρεχάλες
      γενική της τρεχάλας
    αιτιατική την τρεχάλα τις τρεχάλες
     κλητική τρεχάλα τρεχάλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τρεχάλα < τρέχω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τρεχάλα θηλυκό

  Επίρρημα

επεξεργασία

τρεχάλα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία


→ δείτε τις λέξεις τρέξιμο και τρέχοντας