↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φοίτηση οι φοιτήσεις
      γενική της φοίτησης* των φοιτήσεων
    αιτιατική τη φοίτηση τις φοιτήσεις
     κλητική φοίτηση φοιτήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, φοιτήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φοίτηση < αρχαία ελληνική φοίτησις < φοιτέω και φοιτάω-φοιτῶ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φοίτηση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία