Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φοιτητριούλα οι φοιτητριούλες
      γενική της φοιτητριούλας
    αιτιατική τη φοιτητριούλα τις φοιτητριούλες
     κλητική φοιτητριούλα φοιτητριούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φοιτητριούλα < φοιτήτρι(α) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα < φοιτητής < φοιτώ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φοιτητριούλα θηλυκό (αρσενικό φοιτητάκος)

  1. υποκοριστικό του φοιτήτρια
  2. (χαϊδευτικό) τρυφερά, η νεαρή φοιτήτρια
    ※  Στη φοιτητριούλα που σ’ έχει ερωτευτεί / θα σε καταγγείλω πονηρέ πολιτευτή. / Τζάμπα χαραμίζει θα πάω να της πω / το νεανικό της και αγνό ενθουσιασμό. (Διονύσης Σαββόπουλος, τραγούδι Πολιτευτής)
  3. (μειωτικό, ειρωνικό) που δεν ξέρει το αντικείμενό της ακόμα καλά
    Σιγά μην τους εμπιστευτώ, αυτοί δεν έχουν πάρει ούτε το πτυχίο τους ακόμα, είναι ειδικευόμενοι και φοιτητριούλες

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία