φοιτητάκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φοιτητάκος < φοιτητής + υποκοριστικό επίθημα -άκος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφοιτητάκος αρσενικό (θηλυκό φοιτητριούλα)
- υποκοριστικό του φοιτητή, τρυφερά για το νεαρό φοιτητή ή τον φτωχό φοιτητή
- υποτιμητικά, για εκείνον που δεν κατέχει ακόμα καλά το αντικείμενο που σπουδάζει
- Βρες έναν έμπειρο καθηγητή να κάνει ιδιαίτερα στο παιδί, όχι έναν φοιτητάκο που δεν ξέρει ακόμα πού πάν' τα τέσσερα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε φοιτητής
φοιτητάκος
|