↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο -άκος οι -άκοι
      γενική του -άκου των -άκων
    αιτιατική τον -άκο τους -άκους
     κλητική -άκο -άκοι
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
-άκος < -άκ(ι) + -ος [1]

  Επίθημα

επεξεργασία

-άκος αρσενικό (θηλυκό -άκου)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. -άκος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)