μπάσταρδος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μπάσταρδος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μπαστάρδος < βενετική bastardo < μεσαιωνική λατινική bastardus < φραγκικά *bāst < πρωτογερμανική *banstuz (δεσμός) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰendʰ- (δένω)
Επίθετο
μπάσταρδος, -η, -ο
- (μειωτικό) γεννημένος από μη νόμιμο γάμο
- γεννημένος από γονείς που προέρχονται από διαφορετική φυλή
- (μεταφορικά, μειωτικό) γενικότερος αρνητικός χαρακτηρισμός για κάποιον
- (μεταφορικά, σπάνιο) γενικότερος θετικός χαρακτηρισμός για κάποιον
- (σπάνιο) μπασταρδεμένος
Ουσιαστικό
μπάσταρδος αρσενικό