Ετυμολογία

επεξεργασία
δένω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δένω < αρχαία ελληνική δέω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈðe.no/

δένω, πρτ.: έδενα, στ.μέλλ.: θα δέσω, αόρ.: έδεσα, παθ.φωνή: δένομαι, π.πρτ.: δενόμουν(α), π.αόρ.: δέθηκα, μτχ.π.π.: δεμένος

  1. συνδέω κάτι με κάτι άλλο, το ενσωματώνω ή το κάνω να προσεγγίσει αρκετά, το σταθεροποιώ
    του έδεσαν το χέρι μέχρι να δέσει το κόκαλο
    δεν έδεσε καλά το σιρόπι
    οι χρυσοχόοι δένουν το χρυσό κατά την επεξεργασία του
    δένουν το διαμάντι στο χρυσό δαχτυλίδι
  2. περιορίζω τις κινήσεις ανθρώπου ή ζώου, τον κρατάω δέσμιο με διάφορα μέσα ή περιορίζω κάτι σημαντικό για την ελευθερία του
    έδεσε πρόχειρα το σκυλάκι σε μια κολώνα γιατί δεν την άφησαν να μπει στο φούρνο μαζί του
    τον έδεσαν και τον έριξαν στη φυλακή
    του έδεσαν τα μάτια για να μην τους αναγνωρίσει όταν θα έβγαζαν τις κουκούλες
    τον έδεσαν με ξόρκια
    τον έδεσε με έξυπνο προγαμιαίο συμφωνητικό
    τον έδεσαν με βαρύ όρκο
  3. περιορίζω κάτι επικίνδυνο για την υγεία,
    έδεσαν προσεκτικά το τραύμα για να σταματήσουν την αιμορραγία και να μη μολυνθεί η πληγή
  4. σταθεροποιώ αντικείμενο με σχοινί ή άλλο μέσο, στερεώνω κάτι ώστε να είναι στη θέση που θέλω (για πλωτά μέσα, πιάνω σε λιμάνι)
    το καράβι δένει στο λιμάνι
    δένω σελίδες βιβλίου ώστε να μένουν διατεταγμένες σε μια σειρά και να μην σκορπίζουν (βιβλιοδετώ, χαρτοδετώ)
    δένω τα κορδόνια μου (για να είναι σταθερό, να μη μπαινοβγαίνει το παπούτσι)
    δένω τα στάχυα, δένω τα μαλλιά μου
  5. εξασφαλίζω κάτι
    έδεσε το γάιδαρό της
  6. εξασφαλίζω ότι ένα δεμένο σχοινί ή παρόμοιο υλικό δεν θα χαλαρώσει
    δένω κόμπο τη γραβάτα
  7. σταθεροποιούμαι και ολοκληρώνω την ανάπτυξή μου
    δένει ο καρπός (δεν πέφτει πρόωρα, δεν ξεραίνεται προτού καλοσχηματιστεί)
  8. ωριμάζει φαγητό που απαιτεί χρόνο
    δένει το τουρσί σε 3 με 4 βδομάδες περίπου (αποκτά ενιαία υφή και σωστή γεύση)
  9. (για σάλτσες και σιρόπια μόλις βράσουν)
    να δέσει - να πήξει
  10. συνδέω συναισθηματικά ή διανοητικά (κυρίως η μετοχή δεμένος)
    είναι δεμένη οικογένεια
    ήταν δεμένο κείμενο (με ειρμό, καλή ανάπτυξη, σφιχτό, αρκετά αναλυτικό εκεί που ήταν απαραίτητο)
  11. εναρμονίζομαι, ταιριάζω
    ήρθε κι έδεσε
    η μουσική έδενε πολύ σωστά με τη σκηνοθεσία του
  12. περιβάλλω με μια λουρίδα υφάσματος, συνήθως ένα μέρος του σώματος
    Tου έδεσαν τα μάτια και τον οδήγησαν στο κρυσφύγετό τους.
  13. συνδέω, συναρμολογώ μεθοδικά τα διάφορα τμήματα από τα οποία αποτελείται ένα αντικείμενο, μια μηχανή
    Μπορώ να λύσω και να δέσω ένα ρολόι σε μια ώρα.

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • λύνει και δένει : έχει τα μέσα, μπορεί να κάνει ό,τι θέλει
  • είναι δεμένα τα χέρια μου : δεν μπορώ να κάνω κάτι για να βοηθήσω, δεσμεύομαι και κατά συνέπεια αδαυνατώ
  • δένω τα χέρια κάποιου: περιορίζω τις ενέργειες κάποιου, τη δυνατότητά του να ενεργήσει όπως θέλει

Συγγενικά

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια