δένω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- δένω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δένω < αρχαία ελληνική δέω
Προφορά
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
δένω, πρτ.: έδενα, στ.μέλλ.: θα δέσω, αόρ.: έδεσα, παθ.φωνή: δένομαι, π.πρτ.: δενόμουν(α), π.αόρ.: δέθηκα, μτχ.π.π.: δεμένος
- συνδέω κάτι με κάτι άλλο, το ενσωματώνω ή το κάνω να προσεγγίσει αρκετά, το σταθεροποιώ
του έδεσαν το χέρι μέχρι να δέσει το κόκαλο
δεν έδεσε καλά το σιρόπι
- οι χρυσοχόοι δένουν το χρυσό κατά την επεξεργασία του
δένουν το διαμάντι στο χρυσό δαχτυλίδι
- περιορίζω τις κινήσεις ανθρώπου ή ζώου, τον κρατάω δέσμιο με διάφορα μέσα ή περιορίζω κάτι σημαντικό για την ελευθερία του
έδεσε πρόχειρα το σκυλάκι σε μια κολώνα γιατί δεν την άφησαν να μπει στο φούρνο μαζί του
τον έδεσαν και τον έριξαν στη φυλακή
του έδεσαν τα μάτια για να μην τους αναγνωρίσει όταν θα έβγαζαν τις κουκούλες
τον έδεσαν με ξόρκια
τον έδεσε με έξυπνο προγαμιαίο συμφωνητικό
τον έδεσαν με βαρύ όρκο
- περιορίζω κάτι επικίνδυνο για την υγεία,
έδεσαν προσεκτικά το τραύμα για να σταματήσουν την αιμορραγία και να μη μολυνθεί η πληγή
- σταθεροποιώ αντικείμενο με σχοινί ή άλλο μέσο, στερεώνω κάτι ώστε να είναι στη θέση που θέλω (για πλωτά μέσα, πιάνω σε λιμάνι)
το καράβι δένει στο λιμάνι
δένω σελίδες βιβλίου ώστε να μένουν διατεταγμένες σε μια σειρά και να μην σκορπίζουν (βιβλιοδετώ, χαρτοδετώ)
δένω τα κορδόνια μου (για να είναι σταθερό, να μη μπαινοβγαίνει το παπούτσι)
δένω τα στάχυα, δένω τα μαλλιά μου
- εξασφαλίζω κάτι
έδεσε το γάιδαρό της
- εξασφαλίζω ότι ένα δεμένο σχοινί ή παρόμοιο υλικό δεν θα χαλαρώσει
- σταθεροποιούμαι και ολοκληρώνω την ανάπτυξή μου
δένει ο καρπός (δεν πέφτει πρόωρα, δεν ξεραίνεται προτού καλοσχηματιστεί)
- ωριμάζει φαγητό που απαιτεί χρόνο
δένει το τουρσί σε 3 με 4 βδομάδες περίπου (αποκτά ενιαία υφή και σωστή γεύση)
- (για σάλτσες και σιρόπια μόλις βράσουν)
- συνδέω συναισθηματικά ή διανοητικά (κυρίως η μετοχή δεμένος)
είναι δεμένη οικογένεια
ήταν δεμένο κείμενο (με ειρμό, καλή ανάπτυξη, σφιχτό, αρκετά αναλυτικό εκεί που ήταν απαραίτητο)
- εναρμονίζομαι, ταιριάζω
ήρθε κι έδεσε
η μουσική έδενε πολύ σωστά με τη σκηνοθεσία του
- περιβάλλω με μια λουρίδα υφάσματος, συνήθως ένα μέρος του σώματος
Tου έδεσαν τα μάτια και τον οδήγησαν στο κρυσφύγετό τους.
- συνδέω, συναρμολογώ μεθοδικά τα διάφορα τμήματα από τα οποία αποτελείται ένα αντικείμενο, μια μηχανή
Μπορώ να λύσω και να δέσω ένα ρολόι σε μια ώρα.
Εκφράσεις
επεξεργασία- λύνει και δένει : έχει τα μέσα, μπορεί να κάνει ό,τι θέλει
- είναι δεμένα τα χέρια μου : δεν μπορώ να κάνω κάτι για να βοηθήσω, δεσμεύομαι και κατά συνέπεια αδαυνατώ
- δένω τα χέρια κάποιου: περιορίζω τις ενέργειες κάποιου, τη δυνατότητά του να ενεργήσει όπως θέλει
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δένω | έδενα | θα δένω | να δένω | δένοντας | |
β' ενικ. | δένεις | έδενες | θα δένεις | να δένεις | δένε | |
γ' ενικ. | δένει | έδενε | θα δένει | να δένει | ||
α' πληθ. | δένουμε | δέναμε | θα δένουμε | να δένουμε | ||
β' πληθ. | δένετε | δένατε | θα δένετε | να δένετε | δένετε | |
γ' πληθ. | δένουν(ε) | έδεναν δέναν(ε) |
θα δένουν(ε) | να δένουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έδεσα | θα δέσω | να δέσω | δέσει | ||
β' ενικ. | έδεσες | θα δέσεις | να δέσεις | δέσε | ||
γ' ενικ. | έδεσε | θα δέσει | να δέσει | |||
α' πληθ. | δέσαμε | θα δέσουμε | να δέσουμε | |||
β' πληθ. | δέσατε | θα δέσετε | να δέσετε | δέστε | ||
γ' πληθ. | έδεσαν δέσαν(ε) |
θα δέσουν(ε) | να δέσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω δέσει | είχα δέσει | θα έχω δέσει | να έχω δέσει | ||
β' ενικ. | έχεις δέσει | είχες δέσει | θα έχεις δέσει | να έχεις δέσει | έχε δεμένο | |
γ' ενικ. | έχει δέσει | είχε δέσει | θα έχει δέσει | να έχει δέσει | ||
α' πληθ. | έχουμε δέσει | είχαμε δέσει | θα έχουμε δέσει | να έχουμε δέσει | ||
β' πληθ. | έχετε δέσει | είχατε δέσει | θα έχετε δέσει | να έχετε δέσει | έχετε δεμένο | |
γ' πληθ. | έχουν δέσει | είχαν δέσει | θα έχουν δέσει | να έχουν δέσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) δεμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) δεμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) δεμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) δεμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δένομαι | δενόμουν(α) | θα δένομαι | να δένομαι | ||
β' ενικ. | δένεσαι | δενόσουν(α) | θα δένεσαι | να δένεσαι | ||
γ' ενικ. | δένεται | δενόταν(ε) | θα δένεται | να δένεται | ||
α' πληθ. | δενόμαστε | δενόμαστε δενόμασταν |
θα δενόμαστε | να δενόμαστε | ||
β' πληθ. | δένεστε | δενόσαστε δενόσασταν |
θα δένεστε | να δένεστε | (δένεστε) | |
γ' πληθ. | δένονται | δένονταν δενόντουσαν |
θα δένονται | να δένονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δέθηκα | θα δεθώ | να δεθώ | δεθεί | ||
β' ενικ. | δέθηκες | θα δεθείς | να δεθείς | δέσου | ||
γ' ενικ. | δέθηκε | θα δεθεί | να δεθεί | |||
α' πληθ. | δεθήκαμε | θα δεθούμε | να δεθούμε | |||
β' πληθ. | δεθήκατε | θα δεθείτε | να δεθείτε | δεθείτε | ||
γ' πληθ. | δέθηκαν δεθήκαν(ε) |
θα δεθούν(ε) | να δεθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω δεθεί | είχα δεθεί | θα έχω δεθεί | να έχω δεθεί | δεμένος | |
β' ενικ. | έχεις δεθεί | είχες δεθεί | θα έχεις δεθεί | να έχεις δεθεί | ||
γ' ενικ. | έχει δεθεί | είχε δεθεί | θα έχει δεθεί | να έχει δεθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε δεθεί | είχαμε δεθεί | θα έχουμε δεθεί | να έχουμε δεθεί | ||
β' πληθ. | έχετε δεθεί | είχατε δεθεί | θα έχετε δεθεί | να έχετε δεθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν δεθεί | είχαν δεθεί | θα έχουν δεθεί | να έχουν δεθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι δεμένος - είμαστε, είστε, είναι δεμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν δεμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν δεμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι δεμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι δεμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι δεμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι δεμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συνδέω συναισθηματικά ή διανοητικά
Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια
Πηγές
επεξεργασία
- δένω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας