↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γραβάτα οι γραβάτες
      γενική της γραβάτας των γραβατών
    αιτιατική τη γραβάτα τις γραβάτες
     κλητική γραβάτα γραβάτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Μια γραβάτα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γραβάτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική cravatta < (άμεσο δάνειο) γαλλική cravate[1] < σερβοκροατική Hr̀vāt (Κροάτης) (επειδή οι Κροάτες μισθοφόροι στο γαλλικό στρατό του συντάγματος ιππικού RoyalCravate φορούσαν χαρακτηριστικό λαιμοδέτη πιθανόν δικής τους δημιουργίας)[2] < πρωτοσλαβική *xъrvat(in)ъ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɣɾaˈva.ta/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γραβάτα θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. γραβάτα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.