ενεστώτας blindfold
γ΄ ενικό ενεστώτα blindfolds
αόριστος blindfolded
παθητική μετοχή blindfolded
ενεργητική μετοχή blindfolding

blindfold (en)

  • δένω τα μάτια
    ⮡  They blindfolded her and sent her out
    Της έδεσαν τα μάτια και την έστειλαν έξω.
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 211. ISBN 9780194325684. , λήμμα: δένω