Ετυμολογία

επεξεργασία
περιδένω < αρχαία ελληνική περιδέω < περί + δέω

περιδένω (παθητική φωνή: περιδένομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία