ενεστώτας bind
γ΄ ενικό ενεστώτα binds
αόριστος bound
παθητική μετοχή bound
ενεργητική μετοχή binding
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /baɪnd/
 

bind (en)

  1. δένω
    • δένω, περιβάλλω κάτι με νήμα, του οποίου τις άκρες συνδέω σφιχτά, έτσι ώστε να μπορούν να συγκρατηθούν μαζί
      ⮡  They bound his arms to his sides.
      Του δέσανε τα χέρια στα πλευρά.
    • (μεταφορικά) δένω, δεσμεύομαι νομικά ή ηθικά
      ⮡  I bind someone in a contract.
      Δένω κάποιον μ' ένα συμβόλαιο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη tie
  2. δένω, κολλάω, συνδέω τα μέρη ενός πράγματος σε ενιαίο και χρηστικό σύνολο
    ⮡  I bind a book.
    Δένω ένα βιβλίο.
    ⮡  Goldsmiths bind gold when processing it.
    Οι χρυσοχόοι δένουν το χρυσό κατά την επεξεργασία του.
    ⮡  I bind two pieces of metal together.
    Κολλώ δυο μέταλλα.
     συνώνυμα: bond
  3. δεσμεύω
  4. (προγραμματισμός) συνδέω, συσχετίζω αναγνωριστικό (identifier) με τιμή, δηλαδή συνδέω όνομα μεταβλητής, συνάρτησης, κλπ. με τα περιεχόμενα σε θέσεις μνήμης
  5. επιδένω, δένω, περιορίζω κάτι επικίνδυνο για την υγεία
    ⮡  I bind a wound.
    Δένω ένα τραύμα.
     συνώνυμα: bind up, → και δείτε τη λέξη bandage

Συγγενικά

επεξεργασία
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 211. ISBN 9780194325684. , λήμμα: δένω