bind
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | bind |
γ΄ ενικό ενεστώτα | binds |
αόριστος | bound |
παθητική μετοχή | bound |
ενεργητική μετοχή | binding |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαbind (en)
- δένω
- δένω, περιβάλλω κάτι με νήμα, του οποίου τις άκρες συνδέω σφιχτά, έτσι ώστε να μπορούν να συγκρατηθούν μαζί
- ⮡ They bound his arms to his sides.
- Του δέσανε τα χέρια στα πλευρά.
- ⮡ They bound his arms to his sides.
- (μεταφορικά) δένω, δεσμεύομαι νομικά ή ηθικά
- ⮡ I bind someone in a contract.
- Δένω κάποιον μ' ένα συμβόλαιο.
- ⮡ I bind someone in a contract.
- δένω, περιβάλλω κάτι με νήμα, του οποίου τις άκρες συνδέω σφιχτά, έτσι ώστε να μπορούν να συγκρατηθούν μαζί
- δένω, κολλάω, συνδέω τα μέρη ενός πράγματος σε ενιαίο και χρηστικό σύνολο
- δεσμεύω
- (προγραμματισμός) συνδέω, συσχετίζω αναγνωριστικό (identifier) με τιμή, δηλαδή συνδέω όνομα μεταβλητής, συνάρτησης, κλπ. με τα περιεχόμενα σε θέσεις μνήμης
- επιδένω, δένω, περιορίζω κάτι επικίνδυνο για την υγεία
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 211. ISBN 9780194325684., λήμμα: δένω