• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

bind

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αγγλικά (en)
    • 1.1 Προφορά
    • 1.2 Ρήμα
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις

Αγγλικά (en) Επεξεργασία

ενεστώτας bind
γ΄ ενικό ενεστώτα binds
αόριστος bound
παθητική μετοχή bound
ενεργητική μετοχή binding
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /baɪnd/
  •  Audio (US)βοήθεια, αρχείο

  ΡήμαΕπεξεργασία

bind (en)

  • δένω
  • δεσμεύω
  • (προγραμματισμός) συνδέω, συσχετίζω αναγνωριστικό (identifier) με τιμή, δηλαδή συνδέω όνομα μεταβλητής, συνάρτησης, κλπ. με τα περιεχόμενα σε θέσεις μνήμης

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • binding
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=bind&oldid=4454452"
Τελευταία επεξεργασία στις 10 Ιανουαρίου 2020, στις 06:00

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 10 Ιανουαρίου 2020, στις 06:00.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie