bind
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ενεστώτας | bind |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | binds |
αόριστος | bound |
παθητική μετοχή | bound |
ενεργητική μετοχή | binding |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
bind (en)
- δένω
- δεσμεύω
- (προγραμματισμός) συνδέω, συσχετίζω αναγνωριστικό (identifier) με τιμή, δηλαδή συνδέω όνομα μεταβλητής, συνάρτησης, κλπ. με τα περιεχόμενα σε θέσεις μνήμης