δεσμεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- δεσμεύω < αρχαία ελληνική δεσμεύω
Ρήμα
επεξεργασία
δεσμεύω, πρτ.: δέσμευα, στ.μέλλ.: θα δεσμεύσω, αόρ.: δέσμευσα, παθ.φωνή: δεσμεύομαι, μτχ.π.π.: δεσμευμένος
- επιβάλλω σε κάποιον ηθική ή νομική υποχρέωση (δέσμευση) που περιορίζει τις κινήσεις του
- επιβάλλω προς όφελος τρίτου περιορισμούς ή πλήρη απαγόρευση στη χρήση κεφαλαίων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων από τον ιδιοκτήτη τους