δεσμευμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δεσμευμένος < δεσμεύω
Μετοχή
επεξεργασίαδεσμευμένος, -η, -ο
- που έχει δεσμευτεί
- ο χώρος είναι δεσμευμένος
- είναι ο κύριος επενδυτής και έχει μεγάλα δεσμευμένα κεφάλαια
- δεν θα μπορέσει να έρθει, είναι δεσμευμένος αλλού
- εμποδίζομαι από ηθικό, νομικό, συναισθηματικό ή άλλο λόγο
- η διεύθυνση είναι δεσμευμένη απέναντι στο συνδικάτο
- είμαστε δεσμευμένοι στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών μας
- που έχει συνάψει ερωτικό δεσμό με άλλο πρόσωπο
- (πληροφορική) μπορεί να αναφέρεται σε ονομασίες (identifiers), όπως και σε περιοχές της μνήμης
- κάθε γλώσσα προγραμματισμού χρησιμοποιεί έναν αριθμό δεσμευμένων λέξεων
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- δεσμευμένο αναγνωριστικό ή δεσμευμένη λέξη (πληροφορική)
- δεσμευμένο μόρφημα (γλωσσολογία)