reserved
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
reserved, παθητική μετοχή του reserve
ΕπίθετοΕπεξεργασία
reserved (en)
- συγκρατημένος στις εκδηλώσεις του
- κρατημένος, ρεζερβέ
- δεσμευμένος
- (πληροφορική) δεσμευμένος
- The name of the table cannot start with
sqlite_
because it is reserved for the internal use of SQLite.[1]
- The name of the table cannot start with
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
πληροφορική : reserved word, reserved identifier
Επεξεργασία
- ↑ (αγγλικά) SQLite Create Table, πρόσβαση:2020-01-18