Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός reserved
συγκριτικός more reserved
υπερθετικός most reserved

reserved (en)

  1. κλειστός, συγκρατημένος στις εκδηλώσεις του, για ένα πρόσωπο ή τον χαρακτήρα του
    ⮡  He has a reserved nature.
    Είναι κλειστός χαρακτήρας.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη unsociable
  2. (πληροφορική) δεσμευμένος
    ⮡  Every programming language has a number of reserved words.
    Κάθε γλώσσα προγραμματισμού χρησιμοποιεί έναν αριθμό δεσμευμένων λέξεων.

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

πληροφορική : reserved word, reserved identifier

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

reserved (en)