reserved
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | reserved |
συγκριτικός | more reserved |
υπερθετικός | most reserved |
reserved (en)
- κλειστός, συγκρατημένος στις εκδηλώσεις του, για ένα πρόσωπο ή τον χαρακτήρα του
- ⮡ He has a reserved nature.
- Είναι κλειστός χαρακτήρας.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη unsociable
- ⮡ He has a reserved nature.
- (πληροφορική) δεσμευμένος
- ⮡ Every programming language has a number of reserved words.
- Κάθε γλώσσα προγραμματισμού χρησιμοποιεί έναν αριθμό δεσμευμένων λέξεων.
- ⮡ Every programming language has a number of reserved words.
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαπληροφορική : reserved word, reserved identifier
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαreserved (en)