reserve
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
reserve | reserves |
reserve (en)
- το απόθεμα, η εφεδρεία, εφεδρικός, η προμήθεια κάτι που είναι διαθέσιμο για χρήση στο μέλλον ή όταν χρειαστεί
- ⮡ gold and foreign exchange reserves - τα αποθέματα χρυσού και ξένου συναλλάγματος
- ⮡ the world’s oil reserves - τα παγκόσμια αποθέματα πετρελαίου
- ⮡ I have great reserves of energy/strength.
- Έχω μεγάλα αποθέματα δραστηριότητας/δύναμης.
- ⮡ fuel reserves - εφεδρείες καυσίμων
- ⮡ The troupe has several stand-in actors in reserve.
- Ο θίασος διαθέτει αρκετούς αναπληρωματικούς ηθοποιούς για εφεδρεία.
- ⮡ reserve funds - εφεδρικά κεφάλαια
- ⮡ a reserve engine/tank - εφεδρική μηχανή/δεξαμενή
- ⮡ Our reserves are running out.
- Εξαντλούνται οι προμήθειές μας.
- ⮡ an extraordinary reserve (fund) - έκτακτο αποθεματικό
- ⮡ allocation of reserves - κατανομή αποθεματικού
- η επιφυλασσόμενη περιοχή
- (στρατιωτικός όρος) η εφεδρεία, οι εφεδρικές δυνάμεις
- ⮡ the first/second line of reserves - πρώτη/δεύτερη σειρά εφεδρείας
- ⮡ They are sending the reserves into battle.
- Ρίχνουν στη μάχη τις εφεδρείες.
- ⮡ I’m in the reserve.
- Είμαι στην εφεδρεία.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | reserve |
γ΄ ενικό ενεστώτα | reserves |
αόριστος | reserved |
παθητική μετοχή | reserved |
ενεργητική μετοχή | reserving |
reserve (en)
- επιφυλάσσομαι
- επιφυλάσσω
- ⮡ A great future is reserved for you.
- Σου επιφυλάσσεται λαμπρό μέλλον.
- ≈ συνώνυμα: await, be in store
- ⮡ A great future is reserved for you.
- κρατώ
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- reserve (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- reserve (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 331, 477-478. ISBN 9780194325684., λήμμα: επιφυλάσσω, κρατώ