Δείτε επίσης: réserve, réservé

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
reserve reserves

reserve (en)

  1. το απόθεμα, η εφεδρεία, εφεδρικός, η προμήθεια κάτι που είναι διαθέσιμο για χρήση στο μέλλον ή όταν χρειαστεί
    ⮡  gold and foreign exchange reserves - τα αποθέματα χρυσού και ξένου συναλλάγματος
    ⮡  the world’s oil reserves - τα παγκόσμια αποθέματα πετρελαίου
    ⮡  I have great reserves of energy/strength.
    Έχω μεγάλα αποθέματα δραστηριότητας/δύναμης.
    ⮡  fuel reserves - εφεδρείες καυσίμων
    ⮡  The troupe has several stand-in actors in reserve.
    Ο θίασος διαθέτει αρκετούς αναπληρωματικούς ηθοποιούς για εφεδρεία.
    ⮡  reserve funds - εφεδρικά κεφάλαια
    ⮡  a reserve engine/tank - εφεδρική μηχανή/δεξαμενή
    ⮡  Our reserves are running out.
    Εξαντλούνται οι προμήθειές μας.
    ⮡  an extraordinary reserve (fund) - έκτακτο αποθεματικό
    ⮡  allocation of reserves - κατανομή αποθεματικού
  2. η επιφυλασσόμενη περιοχή
  3. (στρατιωτικός όρος) η εφεδρεία, οι εφεδρικές δυνάμεις
    ⮡  the first/second line of reserves - πρώτη/δεύτερη σειρά εφεδρείας
    ⮡  They are sending the reserves into battle.
    Ρίχνουν στη μάχη τις εφεδρείες.
    ⮡  I’m in the reserve.
    Είμαι στην εφεδρεία.
ενεστώτας reserve
γ΄ ενικό ενεστώτα reserves
αόριστος reserved
παθητική μετοχή reserved
ενεργητική μετοχή reserving

reserve (en)

  1. επιφυλάσσομαι
    ⮡  The judge reserved his judgment.
    Ο δικαστής επιφυλάχθηκε να εκδόσει την απόφασή του.
     συνώνυμα: withhold, hold off, put off, hold back
  2. επιφυλάσσω
    ⮡  A great future is reserved for you.
    Σου επιφυλάσσεται λαμπρό μέλλον.
     συνώνυμα: await, be in store
  3. κρατώ
    ⮡  I am reserving a table at the restaurant.
    Κρατώ τραπέζι στο εστιατόριο.
    ⮡  Is this seat reserved?
    Είναι κρατημένη αυτή η θέση;
    ⮡  There is no free table; everything is reserved.
    Δεν υπάρχει τραπέζι ελεύθερο· όλα είναι ρεζερβέ.
     συνώνυμα: book

Συγγενικά

επεξεργασία