επιφυλάσσομαι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- επιφυλάσσομαι < μέση-παθητική φωνή του ρήματος επιφυλάσσω
ΡήμαΕπεξεργασία
επιφυλάσσομαι
- διατηρώ κάποιο (νομικό) δικαίωμα
- δεν προβαίνω αμέσως σε μια ενέργεια λόγω ενδοιασμών για τις επικρατούσες συνθήκες, για την καταλληλότητα της στιγμής, διότι δεν έχω απόλυτη γνώση όλων των παραμέτρων ή για άλλο λόγο
ΚλίσηΕπεξεργασία
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επιφυλάσσομαι | επιφυλασσόμουν(α) | θα επιφυλάσσομαι | να επιφυλάσσομαι | ||
β' ενικ. | επιφυλάσσεσαι | επιφυλασσόσουν(α) | θα επιφυλάσσεσαι | να επιφυλάσσεσαι | (επιφυλάσσου) | |
γ' ενικ. | επιφυλάσσεται | επιφυλασσόταν(ε) | θα επιφυλάσσεται | να επιφυλάσσεται | ||
α' πληθ. | επιφυλασσόμαστε | επιφυλασσόμαστε επιφυλασσόμασταν |
θα επιφυλασσόμαστε | να επιφυλασσόμαστε | ||
β' πληθ. | επιφυλάσσεστε | επιφυλασσόσαστε επιφυλασσόσασταν |
θα επιφυλάσσεστε | να επιφυλάσσεστε | (επιφυλάσσεστε) | |
γ' πληθ. | επιφυλάσσονται | επιφυλάσσονταν επιφυλασσόντουσαν |
θα επιφυλάσσονται | να επιφυλάσσονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επιφυλάχτηκα | θα επιφυλαχτώ | να επιφυλαχτώ | επιφυλαχτεί | ||
β' ενικ. | επιφυλάχτηκες | θα επιφυλαχτείς | να επιφυλαχτείς | επιφυλάξου | ||
γ' ενικ. | επιφυλάχτηκε | θα επιφυλαχτεί | να επιφυλαχτεί | |||
α' πληθ. | επιφυλαχτήκαμε | θα επιφυλαχτούμε | να επιφυλαχτούμε | |||
β' πληθ. | επιφυλαχτήκατε | θα επιφυλαχτείτε | να επιφυλαχτείτε | επιφυλαχτείτε | ||
γ' πληθ. | επιφυλάχτηκαν επιφυλαχτήκαν(ε) |
θα επιφυλαχτούν(ε) | να επιφυλαχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω επιφυλαχτεί | είχα επιφυλαχτεί | θα έχω επιφυλαχτεί | να έχω επιφυλαχτεί | επιφυλαγμένος | |
β' ενικ. | έχεις επιφυλαχτεί | είχες επιφυλαχτεί | θα έχεις επιφυλαχτεί | να έχεις επιφυλαχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει επιφυλαχτεί | είχε επιφυλαχτεί | θα έχει επιφυλαχτεί | να έχει επιφυλαχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε επιφυλαχτεί | είχαμε επιφυλαχτεί | θα έχουμε επιφυλαχτεί | να έχουμε επιφυλαχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε επιφυλαχτεί | είχατε επιφυλαχτεί | θα έχετε επιφυλαχτεί | να έχετε επιφυλαχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν επιφυλαχτεί | είχαν επιφυλαχτεί | θα έχουν επιφυλαχτεί | να έχουν επιφυλαχτεί |
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
επιφυλάσσομαι