Ετυμολογία

επεξεργασία
επιφυλάσσομαι < παθητική φωνή του ρήματος επιφυλάσσω

επιφυλάσσομαι, π.αόρ.: επιφυλάχθηκα, (ενεργ.: επιφυλάσσω)

  1. διατηρώ κάποιο (νομικό) δικαίωμα
  2. αποφεύγω να κάνω κάτι αυτή τη στιγμή, και αναβάλλω για αργότερα, σε πιο κατάλληλο χρόνο
    ⮡  Επιφυλάσσομαι για μία πιθανή συνεργασία στο μέλλον

  Μεταφράσεις

επεξεργασία