επιφυλάσσομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιφυλάσσομαι < παθητική φωνή του ρήματος επιφυλάσσω
Ρήμα
επεξεργασίαεπιφυλάσσομαι, π.αόρ.: επιφυλάχθηκα, (ενεργ.: επιφυλάσσω)
- διατηρώ κάποιο (νομικό) δικαίωμα
- αποφεύγω να κάνω κάτι αυτή τη στιγμή, και αναβάλλω για αργότερα, σε πιο κατάλληλο χρόνο
- ⮡ Επιφυλάσσομαι για μία πιθανή συνεργασία στο μέλλον
Κλίση
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη επιφυλάσσω