Ετυμολογία

επεξεργασία
επιφυλάσσω < λείπει η ετυμολογία

επιφυλάσσω, αόρ.: επιφύλαξα/επεφύλαξα, παθ.φωνή: επιφυλάσσομαι, π.αόρ.: επιφυλάχθηκα

  1. προετοιμάζω, προορίζω κάτι
    ⮡  Δεν ξέρω τι μου επιφυλάσσει η ζωή, η μοίρα μου.
  2. → και δείτε την παθητική φωνή:  επιφυλάσσομαι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία