Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʁe.zeʁ.ve/
 

réserver (fr)

  • πιάνω, κρατώ, κλείνω θέση (σε θέατρο, ...)
    on a réservé une table au restaurant - κρατήσαμε ένα τραπέζι στο εστιατόριο
  • επιφυλάσσω
    il lui réserve une surprise - του επιφυλάσσει μια έκπληξη

Συγγενικά

επεξεργασία