Δείτε επίσης: reserve, réservé

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
réserve réserves

réserve (fr) θηλυκό

  1. η εφεδρεία
    on a appelé la réserve - κάλεσαν τους έφεδρους
  2. η επιφύλαξη, η εξαίρεση, ο περιορισμός
    sans réserve - ανεπιφύλακτα
    à la réserve de - εκτός
  3. το απόθεμα
    en réserve - κατά μέρος
  4. η διάκριση, το διακριτικό φέρσιμο
    être/se tenir sur la réserve - είμαι/στέκομαι διακριτικός
  5. η αυτοσυγκράτηση
  6. η παρακαταθήκη

Συγγενικά

επεξεργασία