απόθεμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απόθεμα < αποθέτω + -μα (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική dépôt)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπόθεμα ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασία- αποθεματικό
- αποθεματικός
- αποθεματοποίηση
- αποθεματοποιώ
- → δείτε τις λέξεις αποθέτω, από και θέτω