inventory
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαinventory (en)
- απογράφημα (τεύχος), τα πρακτικά απογραφής, κατάλογος
- απογραφή, καταγραφή των διαθέσιμων εμπορευμάτων, αγαθών, ειδών κλπ
Ρήμα
επεξεργασίαinventory (en)
- απογράφω τα διαθέσιμα εμπορεύματα σε κατάστημα ή επιχείρηση