Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απογραφή οι απογραφές
      γενική της απογραφής των απογραφών
    αιτιατική την απογραφή τις απογραφές
     κλητική απογραφή απογραφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απογραφή < αρχαία ελληνική ἀπογραφή < ἀπογράφω < ἀπό + γράφω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.po.ɣɾaˈfi/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απογραφή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία