Δείτε επίσης: απογραφή

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀπογραφή < ἀπογράφω < → δείτε τις λέξεις ἀπό και γράφω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀπογραφή θηλυκό

  1. η καταγραφή σε πίνακες ή καταλόγους έμψυχου ή άψυχου υλικού
  2. (ειδικότερα) το κτηματολόγιο