καταγραφή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταγραφή < (ελληνιστική κοινή) καταγραφή < αρχαία ελληνική καταγράφω < κατά + γράφω
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαταγραφή θηλυκό
- παρουσίαση γεγονότων ή καταστάσεων με τον γραπτό λόγο, εικόνα ή ήχο με τη βοήθεια τεχνικών μέσων
- η εγγραφή σε ειδικό χαρτί ή ταινία των τιμών φυσικών μεγεθών
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καταγραφή