record
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- record < (κληρονομημένο) μέση αγγλική < παλαιά γαλλική recorder
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
record | records |
record (en)
- το έγγραφο, ένα γραπτό κείμενο για κάτι που τηρείται έτσι ώστε να μπορεί να εξεταστεί και να χρησιμοποιηθεί στο μέλλον
- ⮡ official/unofficial records - επίσημα/ανεπίσημα έγγραφα
- το ρεκόρ, το καλύτερο αποτέλεσμα ή το υψηλότερο ή χαμηλότερο επίπεδο που έχει επιτευχθεί ποτέ, ειδικά στον αθλητισμό
- ⮡ I do something in record time/at record speed.
- Κάνω κάτι σε χρόνο/ταχύτητα ρεκόρ.
- ⮡ Several records were broken yesterday.
- Καταρρίφθηκαν πολλά ρεκόρ χθες.
- ⮡ I do something in record time/at record speed.
- δίσκος, άλμπουμ
- (πληροφορική) η εγγραφή
- (βάσεις δεδομένων) εγγραφή, η γραμμή πίνακα σε σχεσιακή βάση δεδομένων
- ※ A record, also called a row, is each individual entry that exists in a table.[1]
- → λείπει η μετάφραση
- ※ A record, also called a row, is each individual entry that exists in a table.[1]
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | record |
γ΄ ενικό ενεστώτα | records |
αόριστος | recorded |
παθητική μετοχή | recorded |
ενεργητική μετοχή | recording |
record (en)
- καταγράφω, εγγράφω τον ήχο, ηχογραφώ, μαγνητοφωνώ
- ⮡ I record a speech - εγγράφω μια ομιλία
- ≈ συνώνυμα: tape, tape-record
- (κινηματογράφος) καταγράφω, εγγράφω σε ταινία, κινηματογραφώ, βιντεοσκοπώ
- καταγράφω σε όργανο που σημειώνει τη μετρητά μεγέθη
- (μεταβατικό) καταγράφω, καταχωρώ, γράφω με επίσημο τρόπο σε ειδικό κατάλογο
- υπενθυμίζω
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαπληροφορική:
Πηγές
επεξεργασία
- record (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- record (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 256, 421, 435, 767. ISBN 9780194325684., λήμμα: εγγραφή, εγγράφω, καταγράφω, καταχωρίζω, ρεκόρ
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ (αγγλικά) "Introduction to SQL". Προσπέλαση 2020-03-19
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- record < (άμεσο δάνειο) αγγλική record