transcription
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
transcription | transcriptions |
transcription (en)
- μεταγραφή
- (γλωσσολογία) φωνητική μεταγραφή, αναπαράσταση της ομιλίας με φωνητικά σύμβολα
- (μουσική) μεταγραφή, προσαρμογή μουσικού έργου
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- transcription < λατινική transcriptio < transcribere
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /tʁɑ̃s.kʁip.sjɔ̃/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
transcription | transcriptions |
transcription (fr) θηλυκό
- η καταγραφή, η ακριβής καταγραφή, μεταφορά ενός κειμένου σε άλλο πλαίσιο, σε άλλη βάση
- (μουσική) μεταγραφή, προσαρμογή μουσικού έργου