καταγράφω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταγράφω < αρχαία ελληνική καταγράφω < κατά + γράφω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.taˈɣɾa.fo/
Ρήμα
επεξεργασίακαταγράφω (παθητική φωνή: καταγράφομαι)
- γράφω για διάφορα γεγονότα ή συμβάντα, τα αποτυπώνω σε γραπτό λόγο
- γράφω με επίσημο τρόπο σε ειδικό κατάλογο
- σημειώνω τις τιμές κάποιων μεγεθών
- κινηματογραφώ ή ηχογραφώ
Συγγενικά
επεξεργασία- ακατάγραφα / ακατάγραφτα
- ακατάγραφος / ακατάγραφτος
- ανακαταγραφή
- ανακαταγράφω
- καταγραφέας
- καταγραφή
- καταγραφητής
- καταγραφικά
- καταγραφικός
- κατάγραφος
- τηλεκαταγραφικός
- → δείτε τις λέξεις κατά και γράφω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταγράφω | κατέγραφα | θα καταγράφω | να καταγράφω | καταγράφοντας | |
β' ενικ. | καταγράφεις | κατέγραφες | θα καταγράφεις | να καταγράφεις | κατάγραφε | |
γ' ενικ. | καταγράφει | κατέγραφε | θα καταγράφει | να καταγράφει | ||
α' πληθ. | καταγράφουμε | καταγράφαμε | θα καταγράφουμε | να καταγράφουμε | ||
β' πληθ. | καταγράφετε | καταγράφατε | θα καταγράφετε | να καταγράφετε | καταγράφετε | |
γ' πληθ. | καταγράφουν(ε) | κατέγραφαν καταγράφαν(ε) |
θα καταγράφουν(ε) | να καταγράφουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατέγραψα | θα καταγράψω | να καταγράψω | καταγράψει | ||
β' ενικ. | κατέγραψες | θα καταγράψεις | να καταγράψεις | κατάγραψε | ||
γ' ενικ. | κατέγραψε | θα καταγράψει | να καταγράψει | |||
α' πληθ. | καταγράψαμε | θα καταγράψουμε | να καταγράψουμε | |||
β' πληθ. | καταγράψατε | θα καταγράψετε | να καταγράψετε | καταγράψτε | ||
γ' πληθ. | κατέγραψαν καταγράψαν(ε) |
θα καταγράψουν(ε) | να καταγράψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καταγράψει | είχα καταγράψει | θα έχω καταγράψει | να έχω καταγράψει | ||
β' ενικ. | έχεις καταγράψει | είχες καταγράψει | θα έχεις καταγράψει | να έχεις καταγράψει | έχε καταγεγραμμένο | |
γ' ενικ. | έχει καταγράψει | είχε καταγράψει | θα έχει καταγράψει | να έχει καταγράψει | ||
α' πληθ. | έχουμε καταγράψει | είχαμε καταγράψει | θα έχουμε καταγράψει | να έχουμε καταγράψει | ||
β' πληθ. | έχετε καταγράψει | είχατε καταγράψει | θα έχετε καταγράψει | να έχετε καταγράψει | έχετε καταγεγραμμένο | |
γ' πληθ. | έχουν καταγράψει | είχαν καταγράψει | θα έχουν καταγράψει | να έχουν καταγράψει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) καταγεγραμμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) καταγεγραμμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) καταγεγραμμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) καταγεγραμμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταγράφομαι | καταγραφόμουν(α) | θα καταγράφομαι | να καταγράφομαι | καταγραφόμενος | |
β' ενικ. | καταγράφεσαι | καταγραφόσουν(α) | θα καταγράφεσαι | να καταγράφεσαι | (καταγράφου) | |
γ' ενικ. | καταγράφεται | καταγραφόταν(ε) | θα καταγράφεται | να καταγράφεται | ||
α' πληθ. | καταγραφόμαστε | καταγραφόμαστε καταγραφόμασταν |
θα καταγραφόμαστε | να καταγραφόμαστε | ||
β' πληθ. | καταγράφεστε | καταγραφόσαστε καταγραφόσασταν |
θα καταγράφεστε | να καταγράφεστε | (καταγράφεστε) | |
γ' πληθ. | καταγράφονται | καταγράφονταν καταγραφόντουσαν |
θα καταγράφονται | να καταγράφονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καταγράφηκα | θα καταγραφώ | να καταγραφώ | καταγραφεί | ||
β' ενικ. | καταγράφηκες | θα καταγραφείς | να καταγραφείς | καταγράψου | ||
γ' ενικ. | καταγράφηκε | θα καταγραφεί | να καταγραφεί | |||
α' πληθ. | καταγραφήκαμε | θα καταγραφούμε | να καταγραφούμε | |||
β' πληθ. | καταγραφήκατε | θα καταγραφείτε | να καταγραφείτε | καταγραφείτε | ||
γ' πληθ. | καταγράφηκαν καταγραφήκαν(ε) |
θα καταγραφούν(ε) | να καταγραφούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω καταγραφεί | είχα καταγραφεί | θα έχω καταγραφεί | να έχω καταγραφεί | καταγεγραμμένος | |
β' ενικ. | έχεις καταγραφεί | είχες καταγραφεί | θα έχεις καταγραφεί | να έχεις καταγραφεί | ||
γ' ενικ. | έχει καταγραφεί | είχε καταγραφεί | θα έχει καταγραφεί | να έχει καταγραφεί | ||
α' πληθ. | έχουμε καταγραφεί | είχαμε καταγραφεί | θα έχουμε καταγραφεί | να έχουμε καταγραφεί | ||
β' πληθ. | έχετε καταγραφεί | είχατε καταγραφεί | θα έχετε καταγραφεί | να έχετε καταγραφεί | ||
γ' πληθ. | έχουν καταγραφεί | είχαν καταγραφεί | θα έχουν καταγραφεί | να έχουν καταγραφεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι καταγεγραμμένος - είμαστε, είστε, είναι καταγεγραμμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν καταγεγραμμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν καταγεγραμμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι καταγεγραμμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι καταγεγραμμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι καταγεγραμμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι καταγεγραμμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία καταγράφω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακαταγράφω