Ετυμολογία

επεξεργασία
ηχογραφώ < ηχο- + -γραφώ

ηχογραφώ (παθητική φωνή: ηχογραφούμαι)

  • καταγράφω ήχους σε κάποιο μέσο, συνήθως μαγνητικό, ώστε να είναι δυνατόν αυτοί αργότερα να αναπαραχθούν από κατάλληλη συσκευή

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία