Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερηχογραφία οι υπερηχογραφίες
      γενική της υπερηχογραφίας των υπερηχογραφιών
    αιτιατική την υπερηχογραφία τις υπερηχογραφίες
     κλητική υπερηχογραφία υπερηχογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερηχογραφία < υπέρηχ(ος) + -ο- + -γραφία (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική ultrasonography[1])

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.pe.ri.xo.ɣra.ˈfi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πε‐ρη‐χο‐γρα‐φί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπερηχογραφία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία