Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υπερηχογράφημα τα υπερηχογραφήματα
      γενική του υπερηχογραφήματος των υπερηχογραφημάτων
    αιτιατική το υπερηχογράφημα τα υπερηχογραφήματα
     κλητική υπερηχογράφημα υπερηχογραφήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερηχογράφημα < υπέρηχος + -ο- + -γράφημα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική ultrasonogram[1])

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπερηχογράφημα ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία