échographie
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.kɔ.ɡʁa.fi/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
échographie | échographies |
échographie (fr) θηλυκό
- το ηχογράφημα
ενικός | πληθυντικός |
échographie | échographies |
échographie (fr) θηλυκό