ενικός         πληθυντικός  
écho échos

  Ετυμολογία

επεξεργασία
  1. écho < λατινική echo < αρχαία ελληνική ἠχώ, ο αντίλαλος
  2. écho < échographie

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

écho (fr) αρσενικό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

écho (fr) θηλυκό

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία