Δείτε επίσης: ἠχῶ, ηχώ, Ἠχώ
 πτώσεις       ενικός      
ἠχω-, ἠχο-
ονομαστική ἠχώ
      γενική τῆς ἠχοῦς
      δοτική τῇ ἠχοῖ
    αιτιατική τὴν ἠχώ
     κλητική ! ἠχοῖ
3η κλίση, ομάδα 'ἠχώ', Κατηγορία 'ἠχώ' όπως «ἠχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ἠχώ < ἦχος, ἠχή

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἠχώ θηλυκό

  1. ηχώ, αντήχηση, ήχος από αντανάκλαση, αντίλαλος
      4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Περὶ ψυχῆς, 2.8 @scaife.perseus
    Ἠχὼ δὲ γίνεται, ὅταν ἀπὸ τοῦ ἀέρος ἑνὸς γενομένου διὰ τὸ ἀγγεῖον τὸ διορίσαν καὶ κωλῦσαν θρυφθῆναι πάλιν ὁ ἀὴρ ἀπωσθῇ, ὥσπερ σφαῖρα.
  2. παρατεταμένος ήχος

Άλλες μορφές

επεξεργασία