ἠχώ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ἠχω-, ἠχο- | ||||
ονομαστική | ἡ | ἠχώ | ||
γενική | τῆς | ἠχοῦς | ||
δοτική | τῇ | ἠχοῖ | ||
αιτιατική | τὴν | ἠχώ | ||
κλητική ὦ! | ἠχοῖ | |||
3η κλίση, ομάδα 'ἠχώ', Κατηγορία 'ἠχώ' όπως «ἠχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἠχώ θηλυκό
- ηχώ, αντήχηση, ήχος από αντανάκλαση, αντίλαλος
- παρατεταμένος ήχος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἠχώ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἠχώ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.