ἠχώ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ἠχω-, ἠχο- | ||||
ονομαστική | ἡ | ἠχώ | ||
γενική | τῆς | ἠχοῦς | ||
δοτική | τῇ | ἠχοῖ | ||
αιτιατική | τὴν | ἠχώ | ||
κλητική ὦ! | ἠχοῖ | |||
3η κλίση, ομάδα 'ἠχώ', Κατηγορία 'ἠχώ' όπως «ἠχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ἠχώ θηλυκό
- ηχώ, αντήχηση, ήχος από αντανάκλαση, αντίλαλος
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Περὶ ψυχῆς, 2.8 @scaife.perseus
- Ἠχὼ δὲ γίνεται, ὅταν ἀπὸ τοῦ ἀέρος ἑνὸς γενομένου διὰ τὸ ἀγγεῖον τὸ διορίσαν καὶ κωλῦσαν θρυφθῆναι πάλιν ὁ ἀὴρ ἀπωσθῇ, ὥσπερ σφαῖρα.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Περὶ ψυχῆς, 2.8 @scaife.perseus
- παρατεταμένος ήχος
Άλλες μορφές
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- ἠχώ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἠχώ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.