Δείτε επίσης: ἀντίλαλος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αντίλαλος οι αντίλαλοι
      γενική του αντίλαλου των αντίλαλων
    αιτιατική τον αντίλαλο τους αντίλαλους
     κλητική αντίλαλε αντίλαλοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντίλαλος < αντιλαλώ < αρχαία ελληνική ἀντιλαλῶ < ἀντί + λαλέω/λαλῶ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αντίλαλος αρσενικό

  1. η ηχώ, η αντανάκλαση κάποιου ήχου μετά από την πρόσκρουσή του σε ένα μακρινό εμπόδιο
    • η διακριτή ηχητική επανάληψη (σε αντίθεση με την αντήχηση που οι επαναλήψεις της δεν είναι σαφώς διακριτές)
    Ταυτόσημο: ηχώ
  2. (σπάνιο) (μεταφορικά) η έμμεση συνέπεια κάποιας ενέργειας ή γεγονότος
     συνώνυμα: αντίκτυπος, απήχηση

  Μεταφράσεις

επεξεργασία